- προσύμβαση
- ηπροκαταρκτική σύμβαση που υποχρεώνει τους συμβαλλόμενους να συνάψουν κάποτε και οριστική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προσύμβαση — η, Ν προκαταρκτική σύμβαση που υποχρεώνει τους μετέχοντες σε αυτήν να συνάψουν περαιτέρω οριστική σύμβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σύμβαση] … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
προσύμφωνο — το προκαταρκτική γραφτή συμφωνία πριν από τη σύναψη οριστικού συμβολαίου, αλλ. προσύμβαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)